Για τη γυναίκα, δυο ποιήματα

Η ΠΟΙΗΣΗ εμπεριέχεται στη φύση και τη χάρη της γυναίκας. Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι μεγάλοι ποιητές όλων των εποχών ασχολήθηκαν με τη γυναίκα, εμπνεύστηκαν απ΄αυτή.

10391414_731331946988277_7831124051366091398_n

Αναφέρουμε έτσι όπως μας έρχονται στο μυαλό, Έλληνες και ξένους, ορισμένους ποητές του περασμένου αιώνα, αλλά και προηγούμενων:

Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Σεφέρης, Κωνσταντίνος Καβάφης, Κωστής Παλαμάς, Νίκος Καζαντζάκης, Κώστας Καρυωτάκης, Μαρία Πολυδούρη, Κική Δημουλά, Κώστας Ουράνης, Μενέλαος Λουντέμης, Μίλτος Σαχτούρης, Μανώλης Αναγνωστάκης, Νίκος Γκάτσος, Γιώργης Παυλόπουλος, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Κάρολος Μπωντλαίρ, Άρθουρ Ρεμπώ, Γιόχαν Βόλφγκαγκ Γκαίτε, Πωλ Ελυάρ, Μπέρτολτ Μπρεχτ, Πάμπλο Νερούντα, Χαλίλ Γκιμπράν, Ασίζ Νεσίν κ.ά.

ΓΙΑ ΤΗΝ ημέρα της γυναίκας (8/3) επιλέξαμε τυχαία-αλλά αντιπροσωπευτικά- δυο ποιήματα, ένα από κάθε φύλο:

1.-Ἦταν γυναίκα, ἦταν όνειρο… (Γιώργος Σαραντάρης)

«J ai cueilli ce brin de bruyère»
G. Apollinaire

«Ἦταν γυναῖκα ἦταν ὄνειρο ἤτανε καὶ τὰ δυὸ
Ὁ ὕπνος μ᾿ ἐμπόδιζε νὰ τὴ δῶ στὰ μάτια
Ἀλλὰ τῆς φιλοῦσα τὸ στόμα τὴν κράταγα
Σὰν νὰ ἦταν ἄνεμος καὶ νὰ ἦταν σάρκα
Μοῦ ῾λεγε πὼς μ᾿ ἀγαποῦσε ἀλλὰ δὲν τὸ ἄκουγα καθαρὰ
Μοῦ ῾λεγε πὼς πονοῦσε νὰ μὴ ζεῖ μαζί μου
Ἦταν ὠχρὴ καὶ κάποτε ἔτρεμα γιὰ τὸ χρῶμα της
Κάποτε ἀποροῦσα νιώθοντας τὴν ὑγεία της σὰν δική μου ὑγεία

Ὅταν χωρίζαμε ἤτανε πάντοτε νύχτα
Τ᾿ ἀηδόνια σκέπαζαν τὸ περπάτημά της
ἔφευγε καὶ ξεχνοῦσα πάντοτε τὸν τρόπο τῆς φυγῆς της
Ἡ καινούρια μέρα ἄναβε μέσα μου προτοῦ ξημερώσει
Ἦταν ἥλιος ἦταν πρωὶ ὅταν τραγουδοῦσα
Ὅταν μόνος μου ἔσκαβα ἕνα δικό μου χῶμα
Καὶ δὲν τὴ σκεφτόμουνα πιὰ ἐκείνη»

2.-Αντιγόνη (Ζωή Καρέλλη)

«Πικρία πληρώνει το σώμα μου.

Με δοκίμασαν οι δεινές περιστάσεις.

Φόβος, όχι γι’ αυτό που με περιμένει,

πιο πολύ για ό,τι αισθάνομαι.

Έχασα τα φτερά της αγάπης.

Είχα δυο μεγάλες άσπρες φτερούγες,

που ελαφριά μ’ έπαιρναν,

με σήκωναν απ’ τις δοκιμασίες.

Τώρα πού βρίσκομαι; Πώς

με περηφάνια φώναξα, πώς γεννήθηκα

για ν’ αγαπώ κι’ όχι για να μισήσω;

Ορμή μου ακέρια!

Ποια έχει όρια η αγάπη;

Με περιμέν’ ο θάνατος και θρηνώ.

Το μαύρο σκοτάδι δεν είναι γύρω μου

ο τάφος. Μέσα μου έχει θαφτεί

η λαχτάρα, που σ’ αυτήν πίστεψα

και της θυσίας άκουσα την πρόσκληση

και την αξία της γνώρισα.

Έχασα την προσπάθεια, πολύτιμη,

που πίστευα, εμορφιά.

Ω άμοιροι άνθρωποι! Αλίμονο,

το κενό της ψυχής είναι η πιο βαριά

συμφορά. Λόγια μιλάτε πολύτροπα,

για να μην καταλάβετε, πως καμιά

παρηγοριά δεν μας φτάνει.

Φαντάσματα γίνονται τα αισθήματα

κι’ ο θάνατος αδιέξοδη φρίκη.

όταν απίστευτη γίνεται η αγάπη.

(Από τη Συλλογή Της μοναξιάς και της έπαρσης, 1951)

stcloris