Αυτό το Σάββατο 28 Μαρτίου, στις 12.00 στο Α Νεκροταφείο Αθηνών φίλοι και σύντροφοι θα τιμήσουν την μνήμη … την παρακαταθήκη του.
Γεννήθηκε στους Μελισσουργούς Άρτας το 1939.
Εργάστηκε ως πολιτικός μηχανικός και είναι γνωστός από την πολιτική του διαδρομή και δραστηριότητα στο ΚΚΕ Εσωτερικού, στην ΑΚΟΑ και στον ΣΥΡΙΖΑ.
Τελείωσε το δημοτικό σχολείο στον Πειραιά, όπου βρέθηκε για λόγους ασφάλειας με την οικογένειά του, το 1944. Φοίτησε στα γυμνάσια Παλαιού Φαλήρου και Πατησίων και το 1957 έφυγε για το Γκράτς της Αυστρίας. Σπούδασε στην Πολυτεχνική Σχολή μέχρι το 1960. Το 1961 πήρε μεταγραφή στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, απ’ όπου αποφοίτησε το 1965.
Πατέρας του ήταν ο Βασίλης Μπανιάς, 1896–1977, από τους Μελισσουργούς Άρτας στα Τζουμέρκα.
Εργάστηκε ως ιδιωτικός υπάλληλος στην Άρτα και στην Αθήνα. Στη διάρκεια της Κατοχής, «βγήκε στο βουνό» με τον ΕΛΑΣ στην περιοχή της Άρτας και έγινε γνωστός με το ψευδώνυμο γερο-Δήμος. Δημοκρατικός με πολιτικές φιλίες από το χώρο του Ν. Πλαστήρα, δέχτηκε από τον Ναπολέοντα Ζέρβα πρόταση για την ένταξή του στον ΕΔΕΣ. Αρνήθηκε γιατί είχε ήδη ενταχθεί στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Υπηρέτησε στην Επιμελητεία του 3/40 Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Με διάφορα εντάλματα εναντίον του, μετά την απελευθέρωση της χώρας και τη Συμφωνία της Βάρκιζας, κατέφυγε στον Πειραιά και έμεινε, επί 7 χρόνια, παράνομος μέχρι το 1951.
Μητέρα του ήταν η Σπυριδούλα −Πολούλα−, το γένος Λίτσου.
Γεννήθηκε το 1904 στην Κατούνα Ξηρομέρου και πέθανε στην Αθήνα το 1986. Στην Κατοχή κατέφυγε με τα δύο παιδιά της στην Κατούνα. Το 1944, μετά από απειλές που δέχτηκαν για τη ζωή των παιδιών, μετακινήθηκαν σε διάφορα χωριά του νομού Άρτας και στη συνέχεια στον Πειραιά. Από το 1952, μετά τη νομιμοποίηση του πατέρα, η οικογένεια εγκαταστάθηκε για δύο χρόνια στο Παλαιό Φάληρο και στη συνέχεια στην περιοχή Αγίου Λουκά, στα Πατήσια.
Με καταβολές στους φιλελεύθερος, μετά την εμπειρία της Αντίστασης, στα μετεμφυλιοπολεμικά χρόνια, όλη η οικογένεια προσέγγισε την ΕΔΑ. Ο πατέρας ήταν δραστήριος ψηφοφόρος και πολιτικός φίλος της. Αντίστοιχα, η αδελφή του Αναστασία Μπανιά-Παππά, κρατούμενη των Γερμανών στο στρατόπεδο Παύλου Μελά, στη Θεσσαλονίκη, στην Κατοχή και, μετά την Απελευθέρωση, εξόριστη για ένα διάστημα στο Τρίκερι, δραστηριοποιήθηκε στην «Ένωση συγγενών των ευρυσκομένων στο εξωτερικό πολιτικών προσφύγων», γιατί ο σύζυγός της Γρ. Παππάς είχε εκπατριστεί στην Τασκένδη, με τις δυνάμεις του ΔΣΕ.
Ο Γιάννης Μπανιάς αναφέρει ότι, αντί για παραμύθια και νανουρίσματα, στα παιδικά του χρόνια άκουγε ιστορίες για τον Άρη [Βελουχιώτη] κι αντάρτικα τραγούδια.
Ως μαθητής γυμνασίου, στα μέσα της δεκαετίας του 1950, συμμετείχε ενεργά στους μαθητικούς αγώνες για το Κυπριακό. Φοιτητής στο Γκρατς αναπτύσσει από το 1957 συνδικαλιστική δράση ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του «Συλλόγου Ελλήνων Φοιτητών Γκρατς». Το 1959 αποκτά διπλή κομμουνιστική ένταξη ως μέλος του ΚΚΕ, που διατηρεί παράνομες οργανώσεις μεταξύ των Ελλήνων στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και του ΚΚ Αυστρίας. «Ξεκινήσαμε τέσσερις, αλλά πολύ γρήγορα πολλαπλασιάσαμε τα μέλη του κόμματος και την επιρροή μας στους Έλληνες φοιτητές», θυμάται και υπογραμμίζει «τη νοσταλγία» που νιώθει όταν σκέφτεται «τη συντροφικότητα και την αποτελεσματικότητα της δουλειάς εκείνη την περίοδο». Το 1960, οι ελληνικές προξενικές αρχές στη Βιέννη αρνούνται να του ανανεώσουν το διαβατήριο και οι Αυστριακοί τον απελαύνουν, παρά το γεγονός ότι η Αυστρία ήταν ουδέτερη χώρα. Έχοντας πάρει το προ-δίπλωμα, επιστρέφει στην Ελλάδα με τον στενό του φίλο Άρη Βέλλιο και μεταγράφεται στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ.
Συναντά τη Ν.ΕΔΑ, την εποχή των φοιτητικών αγώνων του 1–1-4 και του 15%.
Συμμετέχει σε όλα τα πανσπουδαστικά συνέδρια.
Το 1962, εκλέγεται γραμματέας της Σπουδάζουσας στο Πολυτεχνείο και από το 1964 γίνεται γραμματέας του Γραφείου Σπουδάζουσας, διαδεχόμενος τον Βαγγέλη Φυτράκη. Με την ιδιότητά του αυτή έλαβε μέρος στο Ιδρυτικό Συνέδριο της ΔΝΛ εν μέσω της θύελλας που είχε ξεσπάσει εναντίον της συγχώνευσης της Ν.ΕΔΑ με τη ΔΚΝΓΛ, σε όλες τις οργανώσεις της Σπουδάζουσας. «Στο γραφείο και στις οργανώσεις σε όλες τις σχολές, θεωρούσαμε ότι η συγχώνευση δεν ήταν ώριμος καρπός μιας συλλογικής διαδικασίας. Το νέο σχήμα δεν μπορούσε να μας εκφράσει και κυρίως ενοχλούσε όσους βρίσκονταν στα αριστερά της Ν.ΕΔΑ στη Σπουδάζουσα. Αν είχαν τηρηθεί οι προσυνεδριακές διαδικασίες, οι διαφωνούντες μπορεί και να έπαιρναν την πλειοψηφία. Μέσα από παρατυπίες, διαγραφές και αποχωρήσεις φτάσαμε στο συνέδριο. Ουσιαστικά πρόκειται για διάσπαση… Το κακό είναι ότι έφυγε ένα μαχόμενο τμήμα της Σπουδάζουσας, που άγγιζε το 30% της οργάνωσης».
Ως μέλος του ΚΣ και του Προεδρίου της ΔΝΛ, διατηρεί τη θέση του γραμματέα του Γραφείου Σπουδάζουσας, σε μια προσπάθεια εξισορρόπησης της κατάστασης, μέχρι τα τέλη του Δεκεμβρίου του 1965. Στρατεύτηκε τον Ιανουάριο του 1966. Στη θέση του γραμματέα της Σπουδάζουσας, τον διαδέχεται ο Μίμης Μανωλάκος. Δηλώνει ότι δεν απέκτησε έμμισθη σχέση με τη ΔΝΛ και διευκρινίζει ότι «στη ζωή του δεν έγινε ποτέ επαγγελματικό στέλεχος». Διευκρινίζει επίσης ότι «δεν εντάχθηκε σε τριάδα, ούτε λειτούργησε ως κομματικό στήριγμα για το ΚΚΕ στη ΔΝΛ, παρά το γεγονός ότι από τα χρόνια της Αυστρίας ήταν μέλος του ΚΚΕ».
Καταθέτει ότι δεν είχε ιδιαίτερη δραστηριότητα στις λέσχες και στις βιβλιοθήκες που οργάνωνε η ΔΝΛ, αλλά εμμένει στη συμβολή της Σπουδάζουσας στους αγώνες και στις διάφορες κινητοποιήσεις εκείνης της εποχής. «Είχαμε απορρυθμιστεί από τις εσωτερικές διαμάχες αλλά οι φοιτητές ήταν τα μαχόμενα τμήματα. Ειδικά στα “Ιουλιανά” ήμασταν καθημερινά στους δρόμους για δύο σχεδόν μήνες».
Διάβαζε συστηματικά τα έντυπα της αριστεράς:
Η Γενιά μας, Δρόμοι της Ειρήνης, Τετράδια της Δημοκρατίας, Πανσπουδαστική, Σπουδαστικός Κόσμος, Η Αυγή, Δημοκρατική Αλλαγή, Ελεύθερα Συνδικάτα, Επιθεώρηση Τέχνης, Ελληνική Αριστερά. Συμμετείχε με άρθρα του στη Γενιά μας και στο Δελτίο της Σπουδαστικής Οργάνωσης που έβγαζε για ένα διάστημα η Σπουδάζουσα.
Θυμάται έντονα διάφορες σκηνές από τη φοιτητική ζωή στο Γκράτς, τις φοιτητικές διαδηλώσεις στην Αθήνα, τη «στημένη κατάσταση» που αντιμετώπισε σε σχολές όπως η ΑΣΟΕΕ και η Νομική όταν ως γραμματέας παρακολουθούσε τις προσυνεδριακές διαδικασίες. Τέλος καταθέτει με συγκίνηση τη σκηνή με τον Πέτρουλα «που έπεσε δίπλα του στην πρώτη γραμμή της διαδήλωσης, στη μετωπική σύγκρουση με τις αύρες», αλλά και όσα ακολούθησαν μέχρι την κηδεία του.
Στην ερώτηση για το πώς αντιμετώπιζε τα άλλα ρεύματα της Αριστεράς απαντά «με συμπάθεια» και τα διακρίνει «στα παιδιά που προσέγγισαν την “Αναγέννηση”, τον Άρη Ζεπάτο ή τον Τάκη Παππά, για παράδειγμα, με τους οποίους διατηρήθηκε η συντροφικότητα και φιλία. Με τον Μάκη [Παπούλια] ή τον Σωτήρη Πέτρουλα, που η συνωμοτικότητα έγινε αυταξία και τους καθόρισε ως στοιχείο της επαναστατικής Αριστεράς, είχαμε πολύ καλές σχέσεις».
Καταθέτει επίσης ότι δεν είχε διαφωνίες και αντιθέσεις με την πολιτική χάραξη στο Προεδρείο της ΔΝΛ με εξαίρεση τη σύγκρουση ως προς τη συγχώνευση και την «ανάγκη η νεολαία να έχει σαφέστερες οριοθετήσεις και πιο μαχητικό χαρακτήρα». Στη συνέχεια διευκρινίζει: «Ήταν σκληρό πράγμα εκείνα τα χρόνια η ένταξη σε συλλογικότητες, γιατί έπρεπε να συνθέτεις και να ισορροπείς ανάμεσα στην πίστη και στη διαφωνία. Εγώ άντεξα γιατί ήμουν κομμουνιστής και είχα ισχυρά στοιχεία πλουραλισμού από τη διαπαιδαγώγηση του πατέρα μου».
Η δικτατορία τον βρήκε να υπηρετεί τη θητεία του στο Τάγμα Διαβιβάσεων στην Καρδίτσα, αποσπασμένο από το Τάγμα Μηχανικού στη Λάρισα.
Στη συνέχεια, με δυσμενή μετάθεση από το ΓΕΣ Μηχανικού ως επικίνδυνος κομμουνιστής, πήγε στο Τάγμα Μηχανικού ή «μελλοθανάτων» −όπως λεγότανε− στην Πτολεμαΐδα. Απολύθηκε την άνοιξη του 1968 και «βρήκε επαφή» με τον Μπάμπη Θεοδωρίδη και με άλλες παράνομες ομάδες του ΠΑΜ και του «Ρήγα Φεραίου». Συλλαμβάνεται την άνοιξη του 1969. Παραπέμπει σε δίκη –«με κόλλησαν την τελευταία στιγμή, διευκρινίζει, στην υπόθεση Τσίλογλου-Γεραλή». Αθωώνεται από το Στρατοδικείο Λάρισας και εκτοπίζεται στο Παρθένι της Λέρου μέχρι το 1971.
Στη μεταπολίτευση δραστηριοποιείται συνδικαλιστικά στο χώρο των Τεχνικών.
Το 1974 εκλέγεται για τρία χρόνια πρόεδρος της αντιπροσωπείας του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας. Πολιτικά, στην πρώτη φάση μετέχει στην «Κίνηση των 77» που επιδιώκει την ανασύνθεση της κομμουνιστικής και ευρύτερης Αριστεράς και, από το 1976, στο ΚΚΕ Εσωτερικού. Το 1982 εκλέγεται, μέχρι το 1986, Γραμματέας του ΚΚΕ Εσωτερικού και μετά τη διάσπαση του 1987, του ΚΚΕ Εσωτερικού – Ανανεωτική Αριστερά και τα τελευταία χρόνια της ΑΚΟΑ. Στις εκλογές του 2007, εκλέγεται βουλευτής Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ. «Πενήντα χρόνια στο κόμμα και στο κίνημα, λέει, είναι ένας στρογγυλός αριθμός. Μια μεγάλη θητεία».
*Το παραπάνω αναλυτικό βιογραφικό έχει αποσπασθεί αυτούσιο από την εργασία της Ιωάννας Παπαθανασίου και των συνεργατών της Η Νεολαία Λαμπράκη στη δεκαετία του 1960…, ΙΑΕΝ-ΙΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 2008, σ. 459–463.
Υπό τους ήχους της Διεθνούς κηδεύτηκε ο Γ. Μπανιάς
Επιμέλεια:Mkampouraki