Only on Sunday

Οι Βουλγάρες οικιακές βοηθοί που φροντίζουν ηλικιωμένους και ανήμπορους βιώνουν με τον δικό τους τρόπο την απομόνωση μέσα στα ελληνικά σπίτια.

Κατά τη μία αρχίζει το μουσικό πρόγραμμα κι αμέσως ξεχύνονται οι πρώτες παρέες για χορό. Ο Γκενάντι και η Τάνια ξεκινάνε με βουλγάρικα παραδοσιακά τραγούδια. Οι γυναίκες χορεύουν πιασμένες χέρι-χέρι και είναι ξεκάθαρη η ανάγκη τους να ξεδώσουν, να διασκεδάσουν, να ξεφαντώσουν, διώχνοντας για λίγες ώρες τις έγνοιες και τις σκοτούρες.

Και κάθε Κυριακή, στο ρεπό τους, του δίνουν και καταλαβαίνει σε ένα μεσημεριανό γλέντι στο κέντρο της Αθήνας που μετατρέπεται σε διονυσιακή γιορτή.

Αν δεν σε έχει υποψιάσει κανείς, είναι αδύνατο να φανταστείς αυτό που συμβαίνει από τη μία το μεσημέρι και μέχρι αργά το απόγευμα στα μαγαζιά της πλατείας Καραϊσκάκη. Εκεί, στο σημείο που ξεκινούν τα πούλμαν για όλα τα Βαλκάνια, κάθε Κυριακή βλέπεις μαζεμένες εκατοντάδες Βουλγάρες που φαίνεται ότι ξεδίνουν ομαδικά. Παρέες γυναικών που τρώνε, πίνουν και χορεύουν συνοδεία παραδοσιακών μουσικών, ακόμα και πάνω στα πεζοδρόμια.

Σε ένα μικροσκοπικό κουτούκι απροσδιόριστης εθνικότητας [ένας συνδυασμός βαλκανικού φολκλόρ και αραβικού καφενείου] δίπλα στο πρακτορείο των λεωφορείων για Αλβανία, πριν ακόμα επιχειρήσουμε να μπούμε, η σερβιτόρα ήταν πολύ επιθετική. «Όχι φωτογραφίες», άρχισε να ωρύεται, και αποχωρούμε σαστισμένοι. Μέσα, δυο κυρίες χόρευαν ταγκό υπό τους ήχους ενός παραδοσιακού τραγουδιού που θύμιζε ταινία του Καουρισμάκι -oι ίδιοι τσακισμένοι ήρωες. Ο προορισμός μας ήταν το Χαλκιάς Παλλάς, ένα ιστορικό μαγαζί για το δημοτικό τραγούδι, όπου είχαμε ακούσει ότι γινόταν το πιο μαζικό γλέντι.

Είναι περασμένες 12, η υποδοχή στην είσοδο είναι πολύ ευγενική και το εισιτήριο 5 ευρώ, αρκετά λογικό.

Το μαγαζί είναι ακόμα άδειο, οι σερβιτόροι στρώνουν τα τραπέζια και δύο μουσικοί δοκιμάζουν τον ήχο. Ο ένας παίζει πλήκτρα κι ο άλλος σαξόφωνο –αυτός θα μπορούσε να είχε βγει και από σκηνή του Κουστουρίτσα. Τόσο βαλκανικό ταμπεραμέντο! Στο στόμα του και στα δάχτυλά του το σαξόφωνο ακούγεται σαν κλαρίνο –απίθανο παίξιμο! Μαζί τους και οι τραγουδιστές Γκενάντι και Τάνια.

Το Χαλκιάς Παλλάς είναι ένα μεγάλο μαγαζί, ιδιοκτησίας του ξακουστού κλαριντζή Πετρολούκα Χαλκιά, που λειτουργεί από το 1990. Έχει μεγάλη αίθουσα με πατάρι και χωράει συνολικά γύρω στα 600 άτομα. Τα τραπεζοκαθίσματα σε διάταξη που θυμίζει γάμο, οι τοίχοι βαθυκόκκινοι, και σε κάδρα παλιές φωτογραφίες του Χαλκιά με δημοτικούς τραγουδιστές, που θυμίζουν περασμένες δεκαετίες, όταν οι εσωτερικοί μετανάστες κατέκλυζαν το χώρο για να θυμηθούν τα χωριά τους.

Η ώρα περνάει και το μαγαζί αρχίζει σιγά-σιγά να γεμίζει γυναικοπαρέες, στην πλειοψηφία τους 40 με 60 ετών. «Εδώ έρχονται οι Βουλγάρες γιατί θέλουν να νιώθουν σαν να είναι στη Βουλγαρία και να περνάνε καλά», σχολιάζει η Τάνια. Όντως, ο τρόπος που κινούνται και συμπεριφέρονται δείχνει ότι ο χώρος τούς είναι πολύ οικείος, ότι το μαγαζί το ’χουν κάνει στέκι τους.

Κατά τη μία αρχίζει το μουσικό πρόγραμμα κι αμέσως ξεχύνονται οι πρώτες παρέες για χορό. Ο Γκενάντι και η Τάνια ξεκινάνε με βουλγάρικα παραδοσιακά τραγούδια. Οι γυναίκες χορεύουν πιασμένες χέρι-χέρι και είναι ξεκάθαρη η ανάγκη τους να ξεδώσουν, να διασκεδάσουν, να ξεφαντώσουν, διώχνοντας για λίγες ώρες τις έγνοιες και τις σκοτούρες. Η κυριακάτικη διασκέδαση είναι για αυτές κάτι σαν ψυχανάλυση, μπήγουν τα βήματα στο πάτωμα και αισθάνονται ότι ριζώνουν καλύτερα σ’ αυτή την πόλη, σ’ αυτή τη χώρα, ότι μεγαλώνουν οι αντοχές τους για τις δυσκολίες της ζωής.

Οι περισσότερες φροντίζουν ηλικιωμένους και αρρώστους και είναι σε επιφυλακή μέρα-νύχτα για τις ανάγκες της υπηρεσίας τους. Η έξοδος τη νύχτα λόγω της φύσης της δουλειάς είναι αδύνατη, έτσι το μαγαζί λειτουργεί τα μεσημέρια της Κυριακής και ζουν στο φως της ημέρας όσα θα ζούσαν και τις μεταμεσονύκτιες ώρες σε ένα λαϊκό κέντρο: έξοδο με επίσημα ρούχα, λουλουδοπόλεμο, ξεφάντωμα με αλκοόλ και χορό. Τα πρόσωπά τους χαμογελαστά αν και κουρασμένα, τα βήματά τους σίγουρα, τα χείλη τους σιγοτραγουδάνε τους στίχους. Όλο αυτό είναι κάτι σαν μύηση, σα μυστήριο, σαν κάτι παραπάνω από μια απλή διασκέδαση, ένα συνηθισμένο γλέντι. Το νιώθεις παρ’ όλο που δεν καταλαβαίνεις τη γλώσσα των τραγουδιών που μιλάνε για τη μοναξιά, τον έρωτα, το θάνατο.

Η ορχήστρα το γυρνάει στα ελληνικά τραγούδια:

«Τι σε μέλλει εσένανε κι όλο με ρωτάς / από ποιο χωριό είμ’ εγώ αφού δε μ’ αγαπάς;». Με τα σπαστά ελληνικά της η Τάνια δίνει ένα καινούριο νόημα και μια νέα δυναμική σ’ αυτό το παλιό σμυρναίικο. Η Αθήνα τελικά είναι η πρωτεύουσα των προσφύγων, των μεταναστών, όλων των ξένων εν τέλει.

Όσοι δε χορεύουν, τρώνε και πίνουν. Το κρέας είναι απαραίτητο σε κάθε τραπέζι -εξαιρετικά τα βουλγάρικα μπιφτέκια– και το κρασί και το βουλγάρικο ρακί δυναμώνουν το κέφι. Σε μερικά τραπέζια υπάρχουν και σπιτικά γλυκά, αφού όλο και κάποια γενέθλια ή τίποτα επέτειοι βρίσκουν την ευκαιρία να γιορταστούν.

Οι άντρες είναι λιγοστοί. Οι περισσότεροι είναι φίλοι, σύντροφοι ή συγγενείς των γυναικών. Δε λείπουν όμως και μερικοί ξέμπαρκοι. Στο τραπέζι μας βολεύεται ένας ηλικιωμένος κύριος – Έλληνας– χωρίς παρέα. Αμέσως σου περνάει από το μυαλό μήπως ψάχνεται να αποκατασταθεί μέσα σ’ όλο αυτό γυναικομάνι. Και δεν πέφτεις και τόσο έξω. Υπάρχουν κι αρκετοί ξέμπαρκοι, νεαροί που ψάχνονται με άλλον τρόπο και με άλλον σκοπό. Ένας νεαρός Κούρδος, σενιαρισμένος, με ανοιχτό πουκάμισο, κάθεται μόνος του σ’ ένα τραπέζι και πίνει μελαγχολικός. Κι ένας περιποιημένος Αλβανός κάθεται μόνος του προς τα πίσω τραπέζια –«ήρθα γιατί μ’ αρέσουν τα βουλγάρικα, μοιάζουν με τα αλβανικά», δικαιολογείται, αντιδρώντας κάπως ενοχλημένα στην ερώτηση.

Οι κυρίες μπαινοβγαίνουν στο χορό, στις παρέες τους πάνε και πιάνονται οι μπακουρο-Έλληνες και οι νεαροί, κάποιες χορεύουν μαζί τους «ευρωπαϊκά» που σε αναγκάζουν να ζευγαρώσεις, έστω και για έναν χορό: ταγκό, βαλς, ακόμα και τσιφτετέλι. Το φλερτ είναι διάχυτο στην ατμόσφαιρα, παρόλο που πολλές κυρίες παραείναι συγκρατημένες.

Η Μαρία Ντιμιτρόβα ήρθε πριν 20 χρόνια στην Ελλάδα, από το Βίντιν.

«Είναι μια πολύ ωραία πόλη στο Δούναβη, στα σύνορα με Ρουμανία και Σερβία. Έχουμε μια μεγάλη γέφυρα, σαν στο Ρίο. Εκεί έκανα πολλές δουλειές. Με τον κομουνισμό περάσαμε πολύ καλά, είχαμε όλοι δουλειά, είχαμε ο καθένας σπίτι κι αυτοκίνητο, σπουδάζαμε τα παιδιά μας, κι έτσι περνάγαμε καλά. Τώρα αλλάξανε τα πράγματα, δεν υπάρχουν δουλειές, όλος ο κόσμος έχει φύγει στο εξωτερικό. Η δικιά μου πόλη και μία άλλη που είναι κοντά, το Μιχάηλοβγκραντ, θα είναι οι πρώτες πόλεις που θα σβήσουν από τη Βουλγαρία, γιατί δεν έχουν κόσμο. Ο κόσμος έχει φύγει για Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα, και κανείς δε γυρίζει πίσω. Αν δεν έπεφτε ο κομουνισμός δεν θα έφευγα.

Πρώτα ήρθα εδώ, δούλεψα σε ένα σπίτι και ο κύριος που δούλευα με έστειλε στη Βόννη της Γερμανίας, στον πρέσβη της Κύπρου, γιατί αυτός ήθελε για τις δυο κόρες του υπηρέτρια που να μιλάει καλά ελληνικά. Αλλά γύρισα πίσω γιατί δεν άντεχα το κλίμα, κάθε μέρα να βρέχει, να είσαι με ομπρέλα. Γύρισα στην Ελλάδα και θέλω να μένω εδώ. Η κόρη μου με τον άντρα της και το γιο τους και την κόρη τους μένουν στη Μαδρίτη. Ο καθένας στην πατρίδα που αγάπησε και έκανε δικιά του. Έχω κι ένα γιο, νύφη δασκάλα και δύο εγγόνια στη Βουλγαρία. Σύζυγο είχα Έλληνα, τώρα είμαι χήρα. Δουλεύω στη Νίκαια, προσέχω μια γιαγιά. Εδώ έρχομαι κάθε Κυριακή, περνάμε καλά, περνάμε σούπερ, σαν μια παρέα, χορεύουμε 5–6 ώρες! Στη μία μέρα που έχεις ρεπό πρέπει να ξεσκάσεις, να ξεχάσεις τα προβλήματα με τη δουλειά σου. Εδώ νομίζεις ότι είσαι στην πατρίδα, σε κάποιο γάμο, σε κάποιο γλέντι. Συζητάμε, μαθαίνουμε πολλά πράγματα που δεν ξέρουμε, άμα κάποια ψάχνει δουλειά έρχεται και ρωτάει. Αυτή είναι η δική μας ξεκούραση».

Στο διπλανό τραπέζι κάθεται η Τάνια Στόεβα με την παρέα της.

Ήρθε από τη Βάκοβα πριν από 9 χρόνια. «Εκεί δούλευα ως λογίστρια και πωλήτρια σε ένα μαγαζί. Αλλά μετά ήρθε η δημοκρατία. Να σου πω την αλήθεια, τότε ήμασταν πιο καλά οικονομικά. Αλλά στα υπόλοιπα… Ήταν πολλά πράγματα απαγορευμένα. Εγώ τα παιδιά μου τα βάφτισα κρυφά στην εκκλησία. Έχω δυο γιους. Είχα οικονομικό πρόβλημα και ήρθα να δουλέψω για να βοηθήσω την οικογένειά μου. Ήρθα για λίγο, αλλά έμεινα. Ήρθα με τον άντρα μου, αλλά μετά αυτός έφυγε, δεν είχε δουλειά. Μαζεύαμε σταφύλια στην Καβάλα. Τώρα προσέχω μια γιαγιά σε ένα σπίτι στο κέντρο. Ο μισθός σήμερα είναι πολύ μικρότερος, αλλά ακόμα στέλνω λεφτά στη Βουλγαρία. Γιατί είμαι εδώ; Για την πάρτη μου.

Είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένη από τους Έλληνες που δουλεύω και δούλεψα στα σπίτια τους. Το λέω από την καρδιά μου. Όμως ψυχολογικά είναι κουραστικό να είσαι όλη μέρα στο σπίτι. Στο μαγαζί ερχόμαστε όταν κάποιος έχει γενέθλια. Κάνουμε όμως κι άλλα πράγματα στο ρεπό μας. Πάμε εκδρομές, πάμε στη θάλασσα, δεν ερχόμαστε μόνο εδώ. Σήμερα κερνάω εγώ για το εγγονάκι μου, που έγινε ενός χρόνου. Ιβάν τον λένε. Τώρα άρχισε να περπατάει. Θα κεράσω τις φίλες μου».

Η Ιωάννα Κωνσταντίνοβα μόλις κάθισε από το χορό και πίνει λίγο κρασί να ξεδιψάσει.

«Είμαι απ’ το Ρούφεν, μια πόλη στα σύνορα με τη Ρουμανία. Δούλευα 20 χρόνια ως δημοσιογράφος σε τοπική εφημερίδα. Με τον κομουνισμό είχαμε σπίτια κι αυτοκίνητα, όλος ο κόσμος. Μετά όλα έγιναν πολύ δύσκολα, τι να σου πω! Είμαι 7 χρόνια στην Αθήνα. Προσέχω μια γιαγιά 90 χρονών στην Άνω Νέα Σμύρνη. Καλά είναι, λεφτά καλά παίρνω. 500 ευρώ παίρνουν οι άλλες, 800 εγώ. Δούλευα 3 χρόνια σε έναν παππού, πέθανε, και μου είπαν Ιωάννα θα σου βρούμε εμείς δουλειά, να παίρνεις πάλι καλά λεφτά.

Σε εφτά χρόνια, τρεις δουλειές άλλαξα μόνο. Έχω τύχη. Στέλνω και στα παιδιά μου. 30 χρονών ο μεγάλος, 27 ο μικρός. Ο ένας δουλεύει στη Βιέννη. Ο άλλος δεν έχει πάει πανεπιστήμιο. Φορτηγό δουλεύει, κάθε μέρα στο δρόμο – να βοηθάει ο Θεός! Είμαι 25 χρόνια χωρισμένη. Εδώ έχω φιλενάδες πολλές. Έχω κι έναν έλληνα γκόμενο, 4 χρόνια είμαστε μαζί. Δηλαδή όχι μαζί, μόνο στο ρεπό… Εγώ είμαι 54, αυτός 55. Αυτός θέλει να παντρευτούμε, αλλά εγώ δεν θέλω. Θέλω να έχω δικά μου λεφτά. Αυτός έχει γραφείο, έχει σπίτι στους Αμπελόκηπους. Εγώ πρέπει να δουλεύω, να έχω λεφτά στην τράπεζα, να φτιάξω και τα δόντια μου. Άμα παντρευτούμε, δε θέλει να δουλεύω. Ιωάννα σ’ αγαπάω, μου λέει. Κι εγώ σ’ αγαπάω, του λέω, αλλά θέλω να δουλεύω. Θέλω να έχω λίγα λεφτά στην άκρη. Του λέω, αν θέλει να παντρευτεί, να βρει άλλη κοπέλα. Σήμερα ήρθα εδώ με την ξαδέρφη μου, να ξεσκάσουμε».

Ο Γκενάντι Αλεξίεβ, 46 χρονών, ήρθε από τη Σόφια το 1997.

«Πάντα τραγουδούσα», λέει. «Έχω πάει και σε ωδείο. Τον Ιούνιο του 1984 πήγαμε σε Τσεχία, Πολωνία, Ρωσία, Ρουμανία, και κάναμε συναυλίες με παραδοσιακά τραγούδια. Μας έστελνε το υπουργείο πολιτισμού. Από το 1990 μέχρι τον πόλεμο του 1993 ήμουν στη Σερβία. Στη Σερβία τραγουδούσα σέρβικα. Η σέρβικη γλώσσα μοιάζει με τη βουλγάρικη. Όταν ξέρεις τα τραγούδια και ξέρεις και τη μουσική, η γλώσσα είναι μία». Ο Γκενάντι είναι από τους πρώτους Βούλγαρους τραγουδιστές που δουλέψανε στην Αθήνα –στο «Ακρόπολη» της οδού Καρόλου. Παράλληλα, καλός γνώστης της ελληνικής, δουλεύει και ως επίσημος διερμηνέας στα δικαστήρια. Μένει στη Μεταμόρφωση και έχει δύο μωρά. Η γυναίκα του δουλεύει γκαρσόνα στο μαγαζί και στο αριστερό της μπράτσο έχει χαραγμένη τη μορφή του.

Η τραγουδίστρια λέγεται Τάνια Ντιμιτρόβα, είναι 37 χρονών, έχει σπουδάσει οικονομικά και κατάγεται από τη Βάρνα.

Με τον άντρα της, το σαξοφωνίστα, είχαν ένα βιβλιοπωλείο εκεί. Η Βάρνα είναι μια πόλη με έντονο το ελληνικό στοιχείο – υπάρχει και περιοχή που τη λένε Ελληνικό. Κι ο προπάππος της Τάνιας Έλληνας ήταν. Η ίδια ήρθε στην Ελλάδα πριν από τρία χρόνια, για δουλειά. Της αρέσουν πάρα πολύ τα ελληνικά τραγούδια. «Στη Βάρνα τραγουδούσα βουλγάρικα, σέρβικα και ελληνικά τραγούδια. Η σέρβικη γλώσσα είναι κοντά στη βουλγάρικη. Τα ελληνικά τραγούδια, όμως, δεν καταλάβαινα τι έλεγαν. Τώρα που έμαθα τη γλώσσα σας, είναι καλύτερα. Μου αρέσει πολύ ο Βασίλης Καρράς, η Πάολα, η Γλυκερία. Η Γλυκερία ήτανε πάντα η τραγουδίστριά μου».

Η Ελλάδα τής αρέσει πολύ.

«Έχω πάει σε Θεσσαλονίκη και Μύκονο, αλλά εκεί μόνο πέτρες είχε, δεν είχε καθόλου πράσινο. Η Αθήνα μου αρέσει, αλλά όχι στο κέντρο. Πρέπει να προσέχεις πάρα πολύ. Εγώ φοβάμαι. Με τον άντρα μου ερχόμαστε, δουλεύουμε, και γυρνάμε στον Άγιο Στέφανο». Μένουν εκεί με την κόρη τους και φυλάνε ένα σπίτι που λείπουν οι ιδιοκτήτες του. «Αν δεν είχαμε και τη δουλειά στον Άγιο Στέφανο, με τη μουσική μόνο δε θα τα βγάζαμε πέρα. Είναι δύσκολα πια. Παλιά με τον άντρα μου δουλεύαμε σε βουλγάρικα μαγαζιά 3-4 φορές τη βδομάδα.» Όνειρα για καριέρα πια δεν έχει. Τραγουδά για βιοπορισμό και για την ψυχή της. «Για να κάνεις καριέρα πρέπει να έχεις πολλά λεφτά. Εγώ έκανα το λάθος και πήρα δάνειο για ένα σπίτι στη Βάρνα και ακόμα το πληρώνουμε. Έχω τραγουδήσει σε στούντιο παραδοσιακά βουλγάρικα τραγούδια, αλλά δεν κυκλοφόρησαν. Δεν είμαι γνωστή, δεν είμαι αστέρι. Παλιά ήθελα να γίνω, τώρα όχι».

Οι ώρες περνάνε, ο ήλιος πέφτει, η μέρα πάει να φύγει. Τα ελληνικά τραγούδια μπλέκονται με τα βουλγάρικα, το κέφι παραμένει αμείωτο, ο χορός καλά κρατεί, οι κουβέντες δε λένε να κοπάσουν. Το βράδυ όλες αυτές οι κυρίες θα γυρίσουν στα γεροντίσια σπίτια τους. Στη σιωπή και στην απομόνωση. Μέχρι την άλλη Κυριακή.

Τα κυριακάτικα μεσημέρια, βουλγάρικα γλέντια γίνονται και σε άλλα μαγαζιά στο κέντρο της Αθήνας: στο Club Varvari (Ακομινάτου 71 – 73), στον IVAN 2010 της οδού Καρόλου, στη Μάρνη 35 και στην 3ης Σεπτεμβρίου 166.

«Το ’90 αγόρασα αυτό το μαγαζί, το έφτιαξα και ξεκινήσαμε με ελληνικούς χορούς, γάμους, βαφτίσεις κ.λπ. Είχαμε 40–50 χορούς το χρόνο, κυρίως από συλλόγους. Έξι μέρες τη βδομάδα δουλεύαμε. Το καλοκαίρι το κλείναμε. Εγώ πήγαινα Σικάγο, Νέα Υόρκη, Καλιφόρνια, Γερμανία. Τα παιδιά πηγαίνανε στα πανηγύρια, Γιάννενα, Άρτα. Μετέπειτα στενέψανε τα πράγματα λιγάκι γιατί η κατάσταση άλλαξε. Κλείσαμε το 2011. Μετά από ένα χρόνο το μαγαζί το άνοιξε ξανά ο γιος μου ο Γιάννης.»

Υπολογίζεται ότι στην Ελλάδα ζουν και εργάζονται περίπου 80.000 – 120.000 βούλγαροι, αποτελώντας έτσι τη δεύτερη μεγαλύτερη μεταναστευτική κοινότητα μετά την αλβανική. Δραστηριοποιούνται κυρίως στον αγροτικό τομέα, στην παροχή υπηρεσιών και στις οικοδομικές εργασίες.

ΑΘΕΝΣ ΜΠΟΥΛΓΚΑΡΑ

Η οδός Ακομινάτου, στο Μεταξουργείο, είναι ο πιο βουλγάρικος δρόμος της Αθήνας. Στην αρχή της, γωνία με Αγίου Κωνσταντίνου, βρίσκεται το εστιατόριο Balkan και στο τέλος της, στο νούμερο 71-73, το κλαμπ Varvari. Ανάμεσά τους, αλλά και στα κάθετα δρομάκια, συναντάς ένα σωρό μίνι μάρκετ με βουλγάρικα προϊόντα, καφενεία και στέκια βούλγαρων μεταναστών, αλλά και τα ταξιδιωτικά γραφεία απ’ όπου αναχωρούν τα λεωφορεία για τις πόλεις της Βουλγαρίας – μόνο 100 ευρώ το πήγαινε-έλα. Τα κυριακάτικα μεσημέρια, βουλγάρικα γλέντια γίνονται και σε άλλα μαγαζιά στο κέντρο της Αθήνας: στο Club Varvari (Ακομινάτου 71-73), στον Ivan 2010 της οδού Καρόλου, στη Μάρνη 35 και στην 3ης Σεπτεμβρίου 166. 35.300 οικιακές βοηθοί διαθέτουν έγκυρη άδεια παραμονής. Εισφορές στο ταμείο Κοινωνικών ασφαλίσεων καταβάλλουν οι 23.366. 12.000 έχουν φύγει από τον εργοδότη τους και ουδείς γνωρίζει πού διαμένουν. Συνολικά οι παράνομα εργαζόμενες ξεπερνούν τις 20.000.

ΑΝΤΙΟ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ

Σημαντικές μειονότητες Βουλγάρων υπάρχουν στην Ουκρανία και τη Μολδαβία, ενώ μικρότερες στη Ρουμανία, τη Σερβία, την Ελλάδα, την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, την Αλβανία και την Ουγγαρία. Η παλιά μετανάστευση, δηλαδή πριν το 1989, είχε ως αποτέλεσμα περίπου 160.000 οικονομικοί μετανάστες και μερικές δεκάδες χιλιάδες πολιτικοί πρόσφυγες να κατευθυνθούν προς τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αργεντινή και τη Γερμανία. Με το νεότερο κύμα μετανάστευσης στα τέλη του ’90, 700.000 περίπου άτομα έφυγαν για Ελλάδα, Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο και Ισπανία. Υπολογίζεται ότι στην Ελλάδα ζουν και εργάζονται περίπου 80.000-120.000 Βούλγαροι, αποτελώντας έτσι τη δεύτερη μεγαλύτερη μεταναστευτική κοινότητα, μετά την αλβανική. Δραστηριοποιούνται κυρίως στον αγροτικό τομέα, στην παροχή υπηρεσιών και στις οικοδομικές εργασίες. Οι περισσότεροι δεν θέλουν να επιστρέψουν ποτέ στη Βουλγαρία.

Ένα από τα σπουδαιότερα βουλγάρικα τραγούδια είναι το παραδοσιακό «Πρίτουρί σα πλανινάτα» (Притури са планината), που έχει ερμηνεύσει αξεπέραστα η Στέφκα Σαμποτίνοβα. Έγινε παγκόσμιο χιτ από τη διασκευή των Stellamara και το μιξάρισμά του από τον Nit Grit.

Το ροδέλαιο, το απόσταγμα δηλαδή των βουλγάρικων ρόδων, έχει μαγικές ιδιότητες: αν ρίξεις μερικές σταγόνες κάτω απ’ τη γλώσσα σε απελευθερώνει από όλα τα δεινά, ενώ αν αλείψεις τα γεννητικά σου όργανα έχεις το τέλειο ερωτικό ελιξίριο. Κι αν θέλεις να σε φάνε οι μέλισσες, ρίξε μερικές στον καρπό.

grekamag