Η κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου υποβάλλει για συζήτηση στη Βουλή το σχέδιο του Νόμου «για την υπεράσπιση του κοινωνικού καθεστώτος», το περιβόητο Ιδιώνυμο.
Από το βήμα της Βουλής ο ίδιος ο Βενιζέλος τόνισε:
«Πιστεύω, λοιπόν, ότι θα με ακούση ο εργατικός κόσμος, όταν του είπω: »Πρόσεξε, μην παρασυρθείς, από τους κομμουνιστάς εις τον αγώνα αυτόν, ο οποίος φαίνεται, ότι ετοιμάζεται και εις την μάχην αυτήν, η οποία πρόκειται να δοθή». Το κράτος εκπροσωπούμενον από την κυβέρνησιν, την νόμιμον, και έχον, ως ελπίζω, υποστήριξιν όλου του πολιτικού κόσμου, θα αντιταχθή κατά τοιαύτης επαναστατικής ενεργείας προς ανατροπήν του ελευθέρου πολιτεύματος, θα την κτυπήση με όλα τα μέσα, τα οποία διαθέτει επί τη βάσει των κειμένων νόμων».
Οι εκλογές του 28 είναι μια τεραστία νίκη για το χώρο των Βενιζελικών. Δεν κατεβαίνουν σε ενιαίο κόμμα, αλλά σε πλήθος μικρών προσωποπαγών σχηματισμών, οι οποίοι αθροιστικά εξασφαλίζουν πάνω από το 60% των ψήφων. Η κυβέρνηση που σχηματίζεται από τον Βενιζέλο με υπουργούς τους διάφορους αυτούς αρχηγίσκους που προέρχονται από το χώρο των Φιλελευθέρων δίνει την εντύπωση συναίνεσης. Στην πραγματικότητα αποτελεί τη συστράτευση των πολιτικών επιτελείων της ελληνικής αστικής τάξης για να αντιμετωπιστεί η διαμορφωμένη κοινωνική κατάσταση.
Η βάση της κοινωνίας είναι σε αναβρασμό.
Η εργατική τάξη δίνει σκληρούς και συχνά αιματηρούς αγώνες και ταυτόχρονα οργανώνεται μαζικά σε συνδικάτα αλλά και στις οργανώσεις της αριστεράς. Οι πρόσφυγες ακόμη δεν έχουν ενταχθεί στην ελλαδική κοινωνία, διαβιούν σε άθλιες συνθήκες και ριζοσπαστικοποιούνται με γρήγορους ρυθμούς. Το όραμα της Οκτωβριανής Επανάστασης είναι νωπή μνήμη και ο 15ετής πόλεμος του ελληνικού ιμπεριαλισμού και η κατάρρευση της «Μεγάλης Ιδέας» μόλις 5 χρόνια νωρίτερα, μια ανοιχτή πληγή.
H διάψευση της Μεγάλης Ιδέας σαν συνεκτικό ιδεολόγημα στην ελληνική κοινωνία αντικαταστάθηκε από την υπεράσπιση της εσωτερικής τάξης από τους εσωτερικούς εχθρούς. Η νέα εθνική ενότητα χτίζεται με άξονα τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Χαρακτηριστικό του κλίματος της εποχής είναι η απόφαση της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Αθηνών να αποβάλει φοιτητές με την κατηγορία ότι δεν πίστευαν στην άσπορο σύλληψη της Θεοτόκου. Σε αυτά τα πλαίσια η κατάθεση του νέου αντικομμουνιστικού νόμου ήταν από τα πρώτα μέτρα της νέας κυβέρνησης.
Το ιδιώνυμο
Οι κομμουνιστικές διώξεις ξεκίνησαν το 1924 με το διάταγμα του «Πατέρα της Δημοκρατίας» του Αλ. Παπαναστασίου «Περί αποκαταστάσεως εν εκάστω νόμων επιτροπών Ασφαλείας». Η δικτατορία του Πάγκαλου εμπλούτισε την αντικομμουνιστική νομική θωράκιση της χώρας εναντίον «παντός ατόμου υπόπτου δια πράξεων αντικείμενων εις την δημόσιαν τάξιν, ησυχίαν και ασφάλειαν της χώρας». Το ιδιώνυμο όμως του Βενιζέλου αποτελούσε την κορωνίδα των σχετικών νομοθετημάτων. Την ψήφισή του ακολούθησε ο άγριος διωγμός των αριστερών. Το νομοθετικό πλαίσιο θα συμπληρωθεί την επόμενη χρονιά με το νόμο «Περί τύπου» που στόχευε στο κλείσιμο των αριστερών εφημερίδων και με το νόμο για απαγόρευση των απεργιών.
Ο διωγμός που έγινε ακόμη αγριότερος επί Μεταξά, δεν είχε ανάγκη άλλων νόμων.
Με τη λέξη «Ιδιώνυμο» έμεινε στην ιστορία ο νόμος 4229 του Βενιζέλου «Περί Προστασίας του Κοινωνικού Καθεστώτος και των Ελευθεριών των Πολιτών».
Ο νέος νόμος τιμωρεί ένα νέο αδίκημα (ένα «ιδιώνυμο αδίκημα» στη γλώσσα των νομικών) αυτό της προπαγάνδισης των κομμουνιστικών ιδεών.
Το 1ο άρθρο ορίζει: «Όστις επιδιώκει την εφαρμογήν ιδεών εχουσών ως εκδηλον σκοπόν την δια βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού συστήματος ή την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της Επικρατείας ή ενεργεί υπέρ της εφαρμογής αυτών προσυλιτισμόν τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Προς τούτοις επιβάλλεται δια της αποφάσεως και εκτοπισμός ενός μηνός μέχρι δύο ετών εις τόπον εν αυτή οριζόμενον. Με τας αυτάς ποινάς τιμωρείται και όστις επωφελούμενος απεργίας ή λοκ-άουτ, προκαλεί ταραχάς ή συγκρούσεις».
Στο 2ο άρθρο προχωρά παραπέρα: «Ως ιδιαίτερα επιβαρυντική περίπτωση θεωρείται η εκτέλεσις της πράξεως εν δημοσίω τόπω παρόντων πολλών ή δια του τύπου ή εάν ο προσηλυτισμός ενεργείται δια χρημάτων ή απευθύνεται προς ανηλίκους, στρατιωτικούς εν γένει ή δημοσίους λειτουργούς»
Το ιδιώνυμο έχει και ιδιαίτερο άρθρο για τους εκπαιδευτικούς στους οποίους επιφυλάσσει ιδιαίτερη μεταχείριση: «Εκπαιδευτικοί και μη διαπράξαντες αδίκημα προβλεπόμενον υπό του νόμου τούτου, διώκονται εάν υπάρχει υπόνοια κατ’ αυτών ότι εμφορούνται υπό κομμουνιστικών ιδεών».
Η ψήφιση του στη Βουλή
«Το νομοσχέδιον δεν επιδιώκει να διώξει τον κομμουνισμόν ως ιδέαν, αλλά την Γ΄ Διεθνή και τας μπολσεβίκικας αρχάς αυτής, αίτινες απέχουν πολύ του ιδεώδους κομμουνισμού». (Βενιζέλος, στην αγόρευσή του στην Βουλή)
Αν και ο νόμος κατατέθηκε στη βουλή το 1928, ψηφίστηκε τον Ιούλιο του 29 και τέθηκε σε εφαρμογή τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς.
Το νομοσχέδιο το εισηγήθηκε ο υπ. Εσωτερικών Ζαβιτσιάνος, ο οποίος θέτει από την αρχή το ζήτημα κυνικά:
«Δεν κάνω καμίαν σύγχισιν. Απέναντι αυτού του προγράμματος (σ.σ. των μπολσεβίκων) είναι επιβεβλημένα όλα τα μέτρα όχι μόνον κατά της κινήσεως, αλλά και κατά της εκφράσεως αυτού, αλλά και την σκέψιν ακόμη θα ήμην διατεθειμένος να τιμωρήσω». Το γιατί το εξηγεί αμέσως: «Είναι δυστυχώς αληθές ότι η κομμουνιστική προπαγάνδα εργάζεται δραστηριότατα και άριστα οργανωμένη και ενώ ημείς συζητούμεν επί των διαφόρων συνταγματικών διατάξεων αυτή κερδίζει διαρκώς έδαφος. Ισχυρίζονται τινές ότι ο αριθμός των κομμουνιστών είναι μικρός, άλλ’ η επιτυχία είναι ζήτημα αριθμού; Είναι ζήτημα αποφασιστικότητος».
Κάποιοι από τους παρόντες βουλευτές αντιτάχθηκαν όχι στην ουσία, αλλά στον κυνισμό του υπουργού.
Ο Βενιζέλος παίρνοντας το λόγο προσπαθεί να διασκεδάσει τις εντυπώσεις: «Λυπούμαι κύριοι βουλευταί διότι τη συνηγορίαν του νομοσχεδίου άφησα εις τον αξιότιμον συνάδελφον μου τον κ. υπουργόν των Εσωτερικών διότι οφείλω να ομολογήσω εκόντευε να μου χαλάσει το Νομοσχέδιον με την συνηγορίαν που έκαμεν… Η αλήθεια είναι ότι όσον αφορά εν τοιούτον Νομοσχέδιον αι αντιλήψεις μας και η ψυχική ιδιοσυγκρασία με τον υπουργόν των Εσωτερικών δεν είναι όμοια καθόλου. Αυτό λοιπόν εξηγεί ότι η υποστήριξις του Νομοσχεδίου επροκάλεσε θύελλαν αντιδράσεως εις την Βουλήν.
Ωστόσο, ξεκαθαρίζει χωρίς να αφήνει καμιά αμφιβολία:
«Επί του νομοσχεδίου υπάρχει πλήρης συνεννόησης μεταξύ των μελών της Κυβερνήσεως. Το Νομοσχέδιον εισάγεται ως κυβερνητικό Νομοσχέδιον και δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η τύχη της κυβερνήσεως συνδέεται με την ψήφισιν του υπό συζήτησιν νομοσχεδίου». Εκβιάζοντας με την πτώση της κυβέρνησης πέτυχε την υπερψήφιση του.
Ο Τσαλδάρης, ηγέτης της δεξιάς και του Λαϊκού Κόμματος, χωρίς πολλές φανφάρες δηλώνει ότι υπερψηφίζει το νομοσχέδιο. Η κόντρα θα γίνει ανάμεσα στους βουλευτές του χώρου των Φιλελευθέρων.
Ο Παπαναστασίου, ηγέτης της Δημοκρατικής Ενώσεως, αντιπολιτεύεται στα λόγια, αλλά δεν τολμά να το καταψηφίσει. Μέσα από πολλά ρητορικά σχήματα τελικά, ζητά τη ριζική τροποποίηση του νομοσχεδίου «κατά τρόπον συμβιβαζόμενον προς τας φιλελεύθερας και δημοκρατικάς ημών αρχάς».
Η «αριστερή» τάση του βενιζελικού στρατοπέδου εκφράζεται κυρίως από τον Καφαντάρη και από τον Γ. Παπανδρέου.
Ο Καφαντάρης σήκωσε το βάρος της αντιπαράθεσης με τον Ζαβιτσιάνο, παίζοντας το αριστερό αντίβαρο σε ένα προσυμφωνημένο παιχνίδι, με τον Βενιζέλο στο ρόλο του διαιτητή. Στην τελική αγόρευσή του συμφωνεί με την ψήφιση κατά βάση του ιδιώνυμου, διατυπώνει όμως ανησυχίες μήπως «το νομοσχέδιον στραφεί κατά των μεταρρυθμιστών» και ζητά να προβλεφθεί κάτι τέτοιο στη συζήτηση των τροπολογιών. Ο Παπανδρέου είχε περισσότερες αντιστάσεις. Συμφώνησε κατ’ αρχήν να νομοθετηθούν «αυστηρόταται διατάξεις» για το στρατό, τις δημόσιες υπηρεσίες και τα σχολεία «ώστε να καταστή αδύνατος η διείσδυση ανατρεπτικών στοιχείων».
Αλλά θεωρούσε πως μια γενικότερη εφαρμογή θα δυσφημούσε την κυβέρνηση αφενός, αλλά και από την άλλη διατύπωσε τον φόβο μήπως στο μέλλον ο νόμος αυτός στραφεί κατά των βενιζελικών από μια άλλη κυβέρνηση. Τελικά, στη δεύτερη συζήτηση για τις τροπολογίες πάνω στο νόμο, οι αντιστάσεις του Παπανδρέου κάμφθηκαν και το υπερψήφισε και αυτός. Το νομοσχέδιο ψηφίζεται επί της αρχής.
Στην επόμενη συζήτηση για τις τροπολογίες γίνεται μια χωρίς ουσία συζήτηση. Οι διάφοροι Παπαναστασίου, Καφαντάρηδες και Παπανδρέου, οι ευαίσθητοι για την «δημοκρατικήν ιδέαν» δίνουν μια σικέ μάχη στη διατύπωση των λέξεων, αλλά -προς θεού- όχι της ουσίας. Ούτε ένας δεν διαφωνεί με την άποψη ότι οι κομμουνιστές πρέπει να διωχθούν. Ο Βενιζέλος δεν έχει αντίρρηση να παίξει το παιχνίδι των «ευαίσθητων δημοκρατών».
Δήλωνε όλο στόμφο:
«Όχι μόνον δεν φαντάζομαι ότι μπορεί να καταδιωχθεί ένας άνθρωπος, ο οποίος υποστηρίζει θεωρητικώς, προπαγανδίζει τας κομμουνιστικάς ιδέας, αλλά άνευ του στοιχείου της βίαιης ανατροπής. Όχι μόνον δε φαντάζομαι ότι ημπορεί να γίνει αυτό, θα ήτο εγκληματικόν να το διανοηθή κανείς». Εδώ είναι που «πείστηκε» και ο Παπανδρέου και παραδέχτηκε ότι «το πνεύμα της διεξαγόμενης εν τη αιθούση της Βουλής συζητήσεως, είναι τοιούτον ώστε να καθοδηγήση τα δικαστήρια εις την καλήν εφαρμογήν του υπό κρίσιν νομοθετήματος, έπ’ αγαθω της δημοκρατικής ιδέας». Το ιδιώνυμο ψηφίστηκε με τις ευχές των ευαίσθητων και τις διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης για την «καλήν εφαρμογήν του» από τα δικαστήρια.
Οι δίκες με το ιδιώνυμο
«Άκου να σου πω. Χτες ψηφίστηκε ένας νόμος που όποιος δέρνει κομμουνιστή δεν πάει μέσα.
Σου συνιστώ λοιπόν, άμα μάθεις στο χωριό σου πως ο τάδε είναι κομμουνιστής, να πάρεις στο χέρι ένα ξύλο να τον κοπανίσεις, να τον σκοτώσεις και δεν έχεις να πάθεις τίποτε». (Ο πρόεδρος του δικαστηρίου στο Βαθύ Σάμου, Ριζ. 1/6/1931) τ4 σ393
Ο Νόμος μπήκε σε ισχύ από τον Αύγουστο του 29
Οι συλλήψεις παίρνουν τη μορφή χιονοστιβάδας. Μια πρώτη διαλογή γίνεται στα αστυνομικά τμήματα και δεν παραπέμπονται όλοι οι συλληφθέντες σε δίκη. Για όσους τώρα παραπέμπονταν σε δίκη το πρώτο ζήτημα που έμπαινε ήταν η σύνθεση του δικαστηρίου. Το κράτος δεν έστελνε τους κομμουνιστές να δικαστούν σε ορκωτά δικαστήρια διακινδυνεύοντας την αθώωσή τους.
Ο εισηγητής του νόμου ο Ζαβιτσιάνος το είχε προβλέψει άλλωστε στην εισήγησή του:
«Αλλοίμονον αν κατελήγωμεν ενταύθα εις το συμπέρασμα ότι όλα τα αδικήματα αυτά (σ.σ. που προβλέπει το ιδιώνυμο) είναι πολιτικά., διότι τότε θα παρεπέμποντο εις το Κακουργοδικείον και τότε εις την πράξην το μέτρον από νομοσχέδιον κατά του κομμουνισμού θα παρείχε την άνεσιν εις τους κομμουνιστάς να παρασκευάζουν τα εγκλήματα και κατόπιν, εν αποτυχία των να διώκονται με άγνωστα αποτελέσματα».
Το αδίκημα του ιδιώνυμου σύμφωνα με τη γνώμη όλων των νομικών της εποχής υπάγεται στα δικαστήρια των ενόρκων, δηλ. στα κακουργοδικεία, επειδή είναι πολιτικό αδίκημα. Σε όλες της δίκες για το ιδιώνυμο οι δικηγόροι της Εργατικής Βοήθειας ζητούσαν να πάει η υπόθεση σύμφωνα με το Σύνταγμα στα κακουργιοδικεία. Και να η λύση που βρήκαν οι δικαστές για να απορρίπτουν τις ενστάσεις των δικηγόρων για αναρμοδιότητα των δικαστηρίων: Με κάθε σοβαρότητα υποστήριζαν πως το αδίκημα του ιδιώνυμου δεν είναι πολιτικό αφού «δι αυτού σκοπείται η ανατροπή όχι του πολιτικού, αλλά του κοινωνικού καθεστώτος»!
Τόσα χρόνια μετά η αιτιολόγηση μπορεί να μην ακούγεται σοβαρή, αλλά θα πρέπει να της αναγνωρίσουμε ότι είναι περισσότερο ειλικρινής από τις αντίστοιχες σημερινές αιτιολογήσεις για τον τρομονόμο. Σύμφωνα με τους δικαστές του 1929, το αστικό Σύνταγμα θεωρεί «πολιτική» μόνο όποια δράση εκτυλίσσεται στα όρια της αστικής κοινωνίας και δεν θίγει τα θεμέλιά της.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό των δικών ήταν η απαξία της ακροαματικής διαδικασίας. Οι μάρτυρες κατηγορίας τις περισσότερες φορές ήταν αγράμματοι αστυνόμοι ή και απλώς χαφιέδες της ασφάλειας, οι οποίοι απλώς κατέθεταν ότι τον τάδε τον είδα στην δείνα διαδήλωση ή συγκέντρωση. Μία μόνο τέτοια μαρτυρία αρκούσε. Οι αποφάσεις ήταν καρμπόν: φυλακή και μετά εξορία. Οι παρωδίες δίκης του ιδιώνυμου θα αποτελούν μια από τις πιο ξεδιάντροπες στιγμές της ελληνικής αστικής δικαιοσύνης.
Ο απολογισμός
Από τον Αύγουστο του 1929 που αρχίζει η εφαρμογή του ως το τέλος του 32, ο απολογισμός του ιδιώνυμου όπως τον δίνει η Εργατική Βοήθεια είναι ο εξής:
12.000 συλλήψεις και 2.203 καταδίκες. Αθροιστικά, οι φυλακίσεις ανέρχονται σε 1.936 χρόνια, η εξορία στα νησιά σε 785 χρόνια. Επιπλέον 120 φαντάροι εξορίζονται στο Καλπάκι. Από τους συλληφθέντες, ασχέτως αν καταδικάστηκαν ή όχι, βασανίστηκαν από την αστυνομία και την χωροφυλακή 1504 αγωνιστές. Έγινε έλεγχος σε 235 συγκεντρώσεις από τις οποίες οι 68 διαλύθηκαν με τη βία.
Στο ίδιο διάστημα, 11 εργάτες και αγρότες έχουν δολοφονηθεί από την αστυνομία, οι περισσότεροι κατά τη διάρκεια της βίαιας διάλυσης συγκεντρώσεων. Όσοι καταδικάστηκαν με το ιδιώνυμο ακολουθούσαν σε γενικές γραμμές τη διαδρομή φυλακή και εξορία.
Ο στρατός ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση. Οι κομμουνιστές φαντάροι στέλνονταν στον πειθαρχικό ουλαμό στο Καλπάκι, όπου ζούσαν σε απάνθρωπες συνθήκες. Τα βασανιστήρια ήταν στο καθημερινό πρόγραμμα με σκοπό να τους τσακίσουν το φρόνημα. Η αντίδραση των κομμουνιστών φαντάρων σε αυτό το αίσχος είχε αποτέλεσμα να παραπεμφθούν 7 από αυτούς στο στρατοδικείο για στάση. Από αυτούς οι δύο, ο Μαρκοβίτης και ο Πανούσης καταδικάζονται σε θάνατο.
Η δίκη μεταβλήθηκε σε διαγωνισμό αντικομμουνισμού, όπου ο διοικητής του Καλπακίου Παπαχρήστου μόνος του κατάθεσε ότι «χρησιμοποίησε κατά των κομμουνιστών ασύγκριτα αγριότερα από τους ιεροεξεταστές μέτρα».
Στο στόχαστρο της καταστολής από το 29 μπήκαν τα εργατικά σωματεία.
Το πρώτο μέλημα ήταν να τα αποκεφαλίσουν στέλνοντας τους πιο πρωτοπόρους αγωνιστές φυλακή και εξορία. Ακόμη κι έτσι όμως Πολλά σωματεία ελέγχονταν από την αριστερά. Η κυβέρνηση λοιπόν προχώρησε σε πραξικόπημα στη ΓΣΕΕ δίνοντας την πλειοψηφία στους δεξιούς εργατοπατέρες, οι οποίοι με τη σειρά τους διέγραφαν το ένα πίσω από το άλλο τα αριστερά σωματεία. Η πραγματικότητα ανάγκασε τα διαγραμμένα σωματεία να ιδρύσουν την Ενωτική ΓΣΕΕ η οποία σταδιακά έφτασε να έχει περισσότερα μέλη από την καθεστωτική ΓΣΣΕ. Το πρόβλημα λύθηκε με το μαχαίρι. Το Γενάρη του 30 με απόφαση δικαστηρίου διαλύθηκε η Ενωτική ΓΣΕΕ. Ένα μήνα μετά διαλύθηκε και η Εργατική Βοήθεια, η οργάνωση αλληλοβοήθειας προς τους πολιτικούς κρατούμενους.
Μετωπική δράση ενάντια στην κρατική τρομοκρατία
Η πολιτική του ενιαίου μετώπου ενάντια στην καταστολή σε συγκεκριμένες κάθε φορά πολιτικέ μάχες ήταν η μόνη ρεαλιστική πολιτική αντιμετώπισης του ζητήματος. Σχεδόν μάλιστα τα πράγματα μόνα τους οδηγούσαν σε μια τέτοια κατεύθυνση καθώς τα σωματεία που έλεγχαν οι τρεις οργανώσεις συναντήθηκαν αναγκαστικά στην Ενωτική ΓΣΕΕ. Η κινητοποίηση για μια τέτοια δράση εντάθηκε μπροστά στις καταδίκες σε θάνατο στο Καλπάκι.
Να πως τελειώνει το σχετικό άρθρο ο Σπάρτακος:
«Το καθήκον κάθε αγωνιστή είναι ξεκάθαρο. Ενιαίο μέτωπο πάλης κάτω από την ηγεσία του Κομ. Κόμματος όλων των επαναστατικών δυνάμεων ενάντια στην καπιταλιστική αντίδραση, για την πλήρη αμνηστία, την κατάπαυση του διωγμού της εργατικής τάξης και της πρωτοπορίας της, την κατάργηση του αίσχους-Καλπάκι και την ακύρωση της απόφασης του στρατοδικείου Ιωαννίνων». (Σπάρτακος, Δεκέμβρης 1930).
Μια τέτοια πολιτική που θα μπορούσε να σταθεί οδόφραγμα στην καταστολή των καπιταλιστών δεν εφαρμόστηκε εξαιτίας της κάθετης αντίθεσης της ηγεσίας του ΚΚΕ. Χαρακτηριστικό είναι το γράμμα συντρόφων από το Καλπάκι που δημοσιεύει ο Ριζοσπάστης το ίδιο ακριβώς διάστημα, στις 9/12/1930: «Εδώ θα ασχοληθούμε με κάτι ελεεινά υποκείμενα, τσιράκια και δεξί χέρι της αστυνομίας: για τους ηγέτες αρχειοφασίστες. Κι αυτό γιατί μάθαμε πως ζήτησαν στη χθεσινή συγκέντρωση της Κυριακής να κάνουν ενιαίο μέτωπο πάλης με το κόμμα μας το Κομμουνιστικό.Ποιοι; Οι αποδεδειγμένοι προδότες της εργατικής τάξης, οι δολοφόνοι των πρωτοπόρων κομμουνιστών…
Αρχειοφασίστες, σοσιαλφασίστες, λιγκβινταριστές, αχρωμάτιστοι, όλοι τους είναι σύμμαχοι της μπουρζουαζίας».
Ο νόμος για το ιδιώνυμο άνοιξε ένα γύρο διωγμού της αριστεράς στα πλαίσια μιας προληπτικής αντεπανάστασης με στόχο το οργανωμένο εργατικό κίνημα και την πρωτοπορία του. Ένας κύκλος διώξεων που αμέσως αργότερα με τον Μεταξά έφτασε στο απόγειό του. Η έκρηξη που θα ακολουθήσει τα χρόνια της κατοχής θα δείξει το μάταιο της προσπάθειας.
Όπως γράφει ο Σπάρτακος τον Απρίλη του 31, «Μια μεγάλη τραγική ειρωνεία περιμένει αύριο το νομοθέτη της καπιταλιστικής αντίδρασης. Ζητεί να φιμώσει στόματα, να τρομοκρατήσει συνειδήσεις, να εγκαθιδρύσει τη γαλήνη του νεκροταφείου μέσα στο ταραγμένο από την πιο βαθιά κρίση κοινωνικό του σύστημα, ενώ δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να ξαμολάει τρικυμίες, θύελλες και κοινωνικές συγκρούσεις που ούτε καν υποπτεύεται σήμερα».
Κ. Ρουσίτης
Το δίκτυο αλληλεγγύης στους κομμουνιστές
Τις αντιξοότητες και τις κακουχίες στις φυλακές και τις εξορίες οι κομμουνιστές δεν τις αντιμετώπιζαν μόνοι τους. Ένα δίκτυο αλληλεγγύης είχε στηθεί κάτω από την ομπρέλα της Εργατικής Βοήθειας. Η εργατική Βοήθεια μεριμνούσε για δικηγόρους στους κατηγορούμενους, για γιατρούς στους εξόριστους και κυρίως για τον έρανο σε χρήματα, τρόφιμα, ρούχα, φάρμακα και όποια άλλη βοήθεια, προς τους διωκόμενους.
Οργανωτικά ήταν διαρθρωμένη σε ομίλους ανά περιοχή, στους οποίους είχε ανατεθεί και η φροντίδα για μια φυλακή, ή μια εξορία. Μέσα στη απόλυτη φτώχια των εργαζόμενων μετά την οικονομική κρίση του 29, η οικονομική στήριξη των διωκόμενων ήταν ένα τεράστιο έργο.
Χαρακτηριστικά είναι τα σημειώματα απολογισμού της Εργατικής Βοήθειας:
«Ο όμιλος ΣΑΠ έστειλε έσω ΕΒ Πειραιά στην κολεχτίβα βα Αίγινας: 1 χλαίνη, 1 σακάκι, 3 πουκάμισα, 3 ζευγάρια παπούτσια, 1 οκά ξυλόπροκες. Ο ίδιος όμιλος έστειλε προς την κολεχτίβα Γαύδου: 5 σωληνάρια κινίνο, 10 ασπιρίνες και ένα πάκο μπαμπάκι».
Η αλληλεγγύη όμως εκφραζόταν με πάρα πολλούς τρόπους. Τα τρία παρακάτω αποσπάσματα είναι ενδεικτικά. Πρόκειται για περικοπές από επιστολές στο Ριζοσπάστη, το 32. Και στις τρεις φαίνεται ανάγλυφα το δίκτυο αλληλεγγύης γύρο από τους φυλακισμένους και τους εξόριστους.
Το πρώτο είναι γράμμα από τη Σάμο και περιγράφει την δίκη κάποιων σαμιωτών στο Βαθύ με το ιδιώνυμο και την αντίδραση του νησιού:
«Στις 23 Ιουνίου έγινε η δίκη των συντρόφων μας αγροτών που συνελήφθησαν προ καιρού. Τη μέρα της δίκης το Βαθύ (πρωτεύουσα της Σάμου) βρισκόταν σε κατάσταση πολιορκίας. Όλη η αστυνομία του νησιού μαζεύτηκε στο Βαθύ και το δικαστήριο φρουρούνταν ισχυρά. Στους εργάτες και τους φτωχούς αγρότες απαγορευόταν η είσοδος στο δικαστήριο. Η δίκη των συντρόφων είχε μεγάλη απήχηση και εργάτες και φτωχοί χωριάτες απ’ όλα τα χωριά κατέβηκαν για να εκδηλώσουν την αλληλεγγύη της. Οι σύντροφοί μας όταν μεταφερόντουσαν στο δικαστήριο τραγουδούσαν τη Διεθνή. Γι αυτό δε, χτυπήθηκαν μέσα στο δρόμο από τους κανίβαλους.
Μάρτυρες κατηγορίας ήταν μονάχα δυο όργανα της αστυνομίας (ένας τσοπάνης και ένας εγκληματίας). Εναντίον των μαρτύρων υπεράσπισης εξασκήθηκε πρωτοφανής τρομοκρατία. Ο πρόεδρος τους απείλησε με εξορία, διατάχτηκε δε η παρακολούθησή τους μέχρι να φύγουν. Επειδή ο κατηγορούμενος σύντροφος Μαρακάκης διαμαρτυρήθηκε για αυτή την κατηγορία του δικαστηρίου, του απαγγέλθηκε αμέσως κατηγορία επί εξυβρίσει και καταδικάστηκε σε 1, 1/2 χρόνο φυλακή». (Ριζ. 29/6/32)
Το δεύτερο απόσπασμα είναι από ένα γράμμα από τον όμιλο Εργατικής Βοήθειας Κάμπου – Φραντάτου Ικαρίας:
«Η τρομοκρατία στο νησί μας έχει φτάσει σε μεγάλο βαθμό. Τόσο που βρίσκονται στην εξορία και τη φυλακή δεκάδες κομμουνιστές με το ιδιώνυμο. Τώρα ετοιμάζονται να στείλουν στη φυλακή άλλους 8. Και όλα αυτά γιατί οι κομμουνιστές παλεύουν για τα ζητήματά μας και κατά του πολέμου. Όμως, τίποτα δεν μας κλονίζει. Εμείς που βρισκόμαστε έξω αναπληρώνουμε τους φυλακισμένους και εξόριστους και συνεχίζουμε τον αγώνα τους. Οι όμιλοι Εργατικής Βοήθειας Κάμπου και Φραντάτου, εχτός από την άλλη ενίσχυση στους αγωνιστές μας συγκρότησαν και συνεργία για την καλλιέργεια των χτημάτων τους.
Στις 21 του μηνός ένα συνεργείο έσκαψε το αμπέλι του Στεφ. Και Ζαχαρία Καρίμαλη. Ο όμιλος Μεσαριάς με άλλο συνεργείο έσκαψε το αμπέλι του σ. Κουτσουφλάκη. Το χαφιεδολόι με τους παπάδες λύσσαξαν. Και άρχισαν να κάνουν προπαγάνδα πως είμαστε άθεοι γιατί λέει δουλεύουμε στις 21 του μήνα, μέρα του Αγ. Κωνσταντίνου. Ήθελαν οι κύριοι αυτοί να αφήσουμε τους τίμιους αγωνιστές μας να πεθάνουν αυτοί και οι οικογένειές τους. Αυτός είναι ο δικός τους Χριστός» (Ριζ. 2/6/32)
Φτωχοί αγρότες της Ικαρίας μαζεύουν τις ελιές των φυλακισμένων συντρόφων συναγωνιστών τους
Το τελευταίο απόσπασμα είναι από τους κομμουνιστές φαντάρους στο Καλπάκι και απευθύνεται στους εξόριστους στους Παξούς:
«Αγαπητοί σύντροφοι, Με μεγάλη συγκίνηση και χαρά πήραμε το δέμα που μας στείλατε. Δέμα όχι συνηθισμένο, γιατί προερχόταν από εξόριστους, θύματα της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας, γιατί έβγαινε από το υστέρημά σας για την ενίσχυση συντρόφων και συναγωνιστών εξόριστων στα βουνά της ελληνικής Σιβηρίας.
Μέσα στην απομόνωση και στη βασανισμένη ζωή μας, στα χιονισμένα βουνά της Ηπείρου που μας έστειλαν οι μιλιταριστές για να μας εξοντώσουν, ήρθε το δέμα σας με τα στοιχειώδη που έχουν ανάγκη οι φυλακισμένοι και εξόριστοι (εφημερίδες, χαρτοφάκελα, μολύβια, γραμματόσημα, κλπ) και μας γέμισε χαρά, ενθουσιασμό και αυτοπεποίθηση. Η πράξη σας αυτή είναι ένα μεγάλο δείγμα της δύναμης της τάξης μας». (Ριζ. 23/1/32)
Αν αφαιρέσει κανείς τον σ. Δαλέζιο που κι αυτοί οι χωροφύλακες δεν τόλμησαν να του καταλογίσουν τίποτα, δεν είχαμε καμιά αθώωση κατηγορούμενου για το ιδιώνυμο. Οι δικαστές μεταβαλλόμενοι σε απλά όργανα των χωροφυλάκων αρκόντουσαν στην κατάθεση και ενός μονάχα χωροφύλακα για να καταδικάσουν σε πούμηνη φυλάκιση των κατηγορούμενο. Στην τελευταία δίκη καταδικάστηκαν 3 εργάτες σε 6 χρόνια συνολική ποινή, γιτί τόλμησαν να κάθουνται στο ύπαιθρο με πανσέληνο και σύμφωνα με τη γνώμη ενός χωροφύλακα να «συζητούνε κομμουνισμό».
Η τέτοια κατάθεση ενός άξεστο χωροφύλακα ήταν αρκετή για το αστικό δικαστήριο για να επιβάλει «παραδειγματικήν ποινήν». (Ριζ. 30/7/29)
«Εκδηλώσεις σοβαρές δεν έγιναν γιατί το κόμμα δεν μπόρεσε να κατευθύνει τη μάζα. Εδώ οφείλουμε να διαπιστώσουμε κι ένα δικό μας λάθος. Ενώ θα μπορούσαμε να αναπληρώσουμε την έλλειψη του κόμματος δεν το κάναμε, αλλά περιμέναμε μοιρολατρικά τις ενέργειες. Η άποψη αυτή αποτελεί παράβαση των απόψεων που διακηρύξαμε και κατά τις οποίες, η αντιπολίτευση σαν τμήμα του κόμματος αγωνίζεται μαζί με το κόμμα όπου αυτό εργάζεται για τον κομμουνισμό και μόνη της εκεί όπου το πρώτο εγκαταλείπει την κομμουνιστική εργασία». (Σπάρτακος, Ιούνιος 31)
Βασανιστήρια
Στις φυλακές, αλλά και στην εξορία, τα βασανιστήρια ήταν κάτι συνηθισμένο. Σε δυο περιπτώσεις η κακομεταχείρηση προκάλεσε την συντονισμένη αντίδραση των φυλακισμένων. Στις φυλακές του Ιτζεδίν στην Κρήτη, και στις φυλακές της Άσσου στην Κεφαλονιά. Στην τελευταία και σοβαρότερη περίπτωση, οι φυλακισμένοι αρνήθηκαν να μπουν στα κελιά τους όταν ο διευθυντής της φυλακής τους κατακράτησε την αλληλογραφία και τα δέματα.
Στη σύγκρουση οι δεσμοφύλακες πυροβόλησαν στο ψαχνό.
«Τα όργια των ιεροεξεταστών ωχριούν μπροστά στα βασανιστήρια και τις τρομοκρατικές μεθόδους που χρησιμοποιήθησαν ενάντια στους φυλακισμένους συντρόφους μας της Άσσου. Οι πληροφορίες που δημοσιεύτηκαν και από τις αστικές ακόμη δημαγωγικές εφημερίδες αρκούνε να χαρακτηρίσουνε το μέγεθος του εγκλήματος ενάντια στους πρωτοπόρους του εργατικού κινήματος… Τρεις σύντροφοι τραυματιστήκανε από τις σφαίρες της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας. Πολλοί συρθήκανε στα υγρά και ανήλιαγα μποντρούμια, όπου απομονώθηκαν μέρες ολόκληρες.
Οι σ. Μαρινόπουλος και Μπέλος, μέλη της Ομάδας «Σπάρτακος»… Τα μαρτύρια και η απομόνωση του σ. Μαρινόπουλου έφτασαν μέχρι τέτοιο σημείο, ώστε ο σύντροφος αυτός μη έχοντας συνείδηση του χρόνου δεν ήξερε όταν τον επεσκέφθη ο δικηγόρος της Εργ. Βοήθειας πόσο είχε ο μήνας και ποια μέρα ήταν».